ὑπεξουσίους

ὑπεξουσίους
ὑπεξούσιος
subject to the power of
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακηδεμόνευτος — η, ο (Α ἀκηδεμόνευτος, ον) [κηδεμονεύω] αυτός για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, παραμελημένος, απροστάτευτος νεοελλ. (για ανηλίκους και υπεξουσίους) αυτός που δεν διατελεί υπό κηδεμονία …   Dictionary of Greek

  • μακεδονιάνειον — και μακεδονιανόν, τὸ (Α) (ενν. δόγμα) διάταγμα που εκδόθηκε από τον Βεσπασιανό και με το οποίο απαγορευόταν η παροχή δανείου σε υπεξουσίους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”